Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

«Τα ταξίδια με τρένο είναι τα ωραιότερα»

Μια φορά μπήκα σε τρένο που ταξίδευε για Βουδαπέστη.
Ο συρμός δεκαεννέα ήταν σαν τον Οριάν Εξπρές,
κόκκινο και μαύρο
που φιδόσερνε στα καταπράσινα διάσελα της Ευρώπης.
Στην τραπεζαρία γνώρισα τον Ηρακλή Πουαρό,
τη Φίνεϊ εκδοχή.
Πράγματι είχε ένα λεπτό με στριφογυριστές άκρες μουστάκι,
που συχνά τακτοποιούσε με τα παχουλά του δάχτυλα,
πριν καταφέρει μια δυνατή ρουφηξιά από το πούρο του
ατενίζοντας τα λιβάδια και τις αμέριμνες αγελάδες.
Κάποτε τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν,
ανάμεσα σε δύο απλίκες,
δύο τραπέζια,
οκτώ σερβίτσια,
οκτώ κρυστάλλινα ποτήρια,
τα δικά μας γεμάτα.
Μου έγνεψε υγεία και τακτοποίησε πάλι το γλίσχρο του μουστάκι.
Στην καμπίνα εκατόν ένα τα βλέμματα εκμηδένισαν τα υλικά εμπόδια,
η ανάσα του μύριζε τσάι ελ γκρέι, σαμπάνια και αποξηραμένο σύκο,
τα χέρια μου γλιστρούσαν ανάμεσα στα μαλλιά του, 
υφή και γεύση μπριγιαντίνης
στις σκαλισμένες πόρτες, στα σεντόνια, στον ταξιδιωτικό οδηγό, 
στην τσακισμένη σελίδα του Ζοφερού Οίκου.
Ο φωτισμός χάθηκε -πρέπει να μπήκαμε σε τούνελ-
ο ρυθμός, θέση και άρση, πάνω στις ράγες,
δυνάμωσε στο σκοτάδι,
στα μηνίγγια μου οι παλμοί ήταν περισσότεροι
και από τους δολοφόνους του Σάμιουελ Ράτσετ,
χαράχτηκαν στον κόλπο της μακροπρόθεσμης μνήμης.
Από τότε με επιτηδευμένη αφέλεια δηλώνω
«τα ταξίδια με τρένο είναι τα ωραιότερα».

Θ.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Ο κλέφτης



Ο κλέφτης δραπετεύει. Παίρνει μαζί του φτερά και σπόρους
να πετά και να χορταίνει. Γιατί από ένστικτο καταλαβαίνει
πως η ζωή στη φυλακή  θα είναι γι’ αυτόν μοιραία.
Εσύ ποσώς μη τον λυπάσαι. Δόλιο σκοπό να μπει στο σπίτι σου
στα κρυφά, να ξέρεις, έχει, με συνεργό τον αόρατο θεό,
τον Απηλιώτη, τον Βορρά, τον Νότο και τον Λίβα.

Στ’ Ανάπλι, αν τύχει και κολυμβητής αμέριμνος γυρίζεις
στα δροσερά νερά του Αργολικού,
παραμονή Δεκαπενταύγουστου, μόλις φανεί ο ήλιος
και δεις τον κλέφτη να πετά πάνω από το γαλήνιο νερό,
ζήτα το τίμημα της ελεύθερης ζωής του·
ν’ απλώσεις χέρι, εμπόδιο να βάλεις,
κουκούλι να κάνεις τη χούφτα σου, ευχή να ομολογήσεις,
με την αγαπημένη κόρη χορός αντικριστός στο πανηγύρι να σου τύχει.

Κι αν σπάσουν ένα – δυο φτερά, ύστερα άλλα δύο,
και ο κλέφτης μεσ’ τη θάλασσα χαθεί μια και για πάντα,
μην λυπηθείς, μην κλάψεις.
Κλέφτες ελεύθεροι πολλοί, χοροί και ωραίες κόρες,
βουτιά στα κρύα τα νερά, τον παφλασμό να κάνεις,
να δεις τον αχανή βυθό, το κυανό το χρώμα,
τα μάτια να πληγώνονται απ’ τη γλυκιά αλμύρα,
γιατί όλες οι ελευθερίες το ‘χουνε στο πρώτο ριζικό τους
να φέρουν ένα τίμημα που κάποιος θα πληρώσει.

Θ.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Η Αλαφροΐσκιωτη



Απόσωσε ο θερινός ο ήλιος ο λαμπρός,
το μακρινό πρωτόβροχο μια ιδέα μυρωδιάς.
Ο ουρανός σκοτείνιαζε και άπλωνε το θάμπος,
του λιμανιού οι όχθες χάθηκαν στο γκρίζο το νερό.
Φόρεσε ρούχο κίτρινο, γαλαζωπό φουστάνι,
τσάντα στον ώμο καστανή με δυο πελώρια μάτια
μπήκε στο πλοίο αποβραδίς, κινώντας από χρέος
γάμου συγγενικού την πρόσκληση γοργά να την τιμήσει.

Κοιτούσε αριστερά και δεξιά μήπως και συναντήσει
κάποιον ταξιδευτή γνώριμο για το νησί της Πάτμου.
Συγγενολόι ολόκληρο απλώθηκε στην πρύμνη,
που μάταια προσπάθησε με τρόπο να αποφύγει.
Χάχανα, γέλια και χαρές για την αντάμωσή τους,
μοιράστηκαν τα νέα τους, φίλησαν με φιλί τους.
Και όλα θα ήταν όμορφα, νοσταλγικά και ωραία
αν δεν ρωτούσε ο ξάδερφος ο πρώτος, θαρρώ, τυχαία:

«Αν βρούμε χρόνο και όρεξη το σπήλαιο να επισκεφτούμε,
του Ιωάννη ευαγγελιστή, χώρος ιερός και άγιος.
Λέγεται πως εκείσε μίλησε με τον Θεό τον μέγα,
πως του ‘δωσε όραμα φοβερό του μέλλοντος, του τέλους».
Και κάποιος είπε ασέβαστα με αιχμηρά τα λόγια,
ίσως ο άντρας της Μελιώς που είχε στήθη τρία,
«ο άγιος -το ξέρετε- τρελός θα ήταν, ασθενής,
εσώκλειστος σε κάμαρα με του μυαλού φωνές του»

Τα μάτια τα πελώρια τα ‘χάσανε για λίγο,
μα γρήγορα κοιτάξανε στα πρόσωπα με θάρρος.
«Ούτε και εμέ πιστέψατε ποτέ μες τη ψυχή σας,
πως λάβαινα παραγγελιές από τους πεθαμένους·
μα σπεύδοντας πάντα ερχόσαστε για να σας πω μαντάτα,
καραδοκούσατε κρυφά μη τύχει και τ’ ακούσω,
μη τύχει και ξεμπρόστιασε το λάβρο μυστικό σας,
ο άντρας, ο πατέρας σας, το άρρωστο παιδί σας».

Θ.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Μέρες Νηστείας του Αντώνη Χαριστού

Ο Αντώνης Χαριστός είναι συμφοιτητής από τη Θεσσαλονίκη. Γνωριστήκαμε στο παντοδύναμο διαδίκτυο, στις ιδιωτικές μας ομάδες, όπου συναντιόμαστε και με άλλους συμφοιτητές για να συζητήσουμε, να ανταλλάξουμε απόψεις, να λύσουμε τα προβλήματα που τυχόν προκύπτουν κατά τη διάρκεια της φοίτησής μας στη δημιουργική γραφή. Και ο Αντώνης είναι η κορωνίδα της θετικής αποτίμησης που προκύπτει από αυτό το μεταπτυχιακό, γιατί συγκεντρώνει στο πρόσωπό του πολλά χαρίσματα που κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει εύκολα: ευγενέστατος, δημιουργικός, αεικίνητος, περίεργος, ευαίσθητος και αισθαντικός, ιδεολόγος, κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, φιλοσοφημένος γραφιάς, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης. Οι Μέρες Νηστείας είναι το δεύτερο βιβλίο του. Κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Ρώμη (το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Άλλωστε και φέρει τον τίτλο Τέσσερις Ανάσες Ελευθερίας).

Λίγα λόγια για την υπόθεση: Ο ήρωας της ιστορίας του Αντώνη, ο Αλέξανδρος, είναι ένας άντρας που βαίνει προς την ολοκλήρωση της ακαδημαϊκής του καριέρας, αφού είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης. Είναι συνάμα και λογοτέχνης, γράφει μυθιστορήματα, φιλοσοφικά  και κοινωνικά δοκίμια. Στην πραγματικότητα, παρακολουθούμε μόνο μερικές μέρες πριν από τη συνταξιοδότησή του, αλλά και τη συμμετοχή του στην τελετή βράβευσης πανελλήνιου λογοτεχνικού διαγωνισμού, όπου είναι κοινώς το φαβορί. Σε αυτό το χρονικό διάστημα τα γεγονότα εκτυλίσσονται γραμμικά στο παρόν, αλλά και με αναδρομές στο παρελθόν που συμπληρώνουν σταδιακά την προσωπικότητά του. Έτσι, εκ του παρελθόντος μαθαίνουμε πως ο Αλέξανδρος είναι ορφανός, όταν ήταν παιδί κακοποιήθηκε στο ίδρυμα που έμενε, ωστόσο υιοθετήθηκε και μεγάλωσε με αρκετή άνεση που του παρείχαν οι θετοί γονείς του. Είχε την τύχη να σπουδάσει και στο Βερολίνο μαζί με τη γυναίκα της ζωής του την Έλενα, με την οποία γέννησαν μια κόρη. Με την κόρη του ο Αλέξανδρος δεν έχει καλές σχέσεις, ειδικότερα από τότε που πέθανε η Έλενα, γυναίκα του και μητέρα της, με τον πλέον τραγικό τρόπο, αφού ο Αλέξανδρος καθιστά εαυτόν ουσιαστικά υπεύθυνο γι' αυτή την εξέλιξη (ο ήρωάς μας απιστεί εις βάρος της συζύγου του, της αποκαλύπτει το μυστικό του και εκείνη φεύγει τρέχοντας για να παρασυρθεί στο δρόμο από ένα φορτηγό και να σκοτωθεί). Στο παρόν τα πράγματα χαρακτηρίζονται από καταιγιστικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τις ανωτέρω αποκαλύψεις: η είδηση μιας φοιτήτριας που αυτοπυρπολείται στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών προς ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική κυρίως σε ό,τι αφορά το προσφυγικό συγκλονίζει τον Αλέξανδρο. Από εκείνη τη στιγμή (που είναι η αρχή του βιβλίου) δεν μπορεί να ησυχάσει. Στρέφεται στον φίλο του και βραβευμένο συγγραφέα Θεόδωρο (τον οποίο αποκαλεί μπάρμπα), η ανησυχία του όμως, η πρόθεσή του να εκδηλώσει τη συμπαράστασή του στη φοιτήτρια βρίσκει σταδιακά τοίχο, όχι μόνο από το φίλο του, αλλά και από τη σύμπασα ακαδημαϊκή και λογοτεχνική κοινότητα. Το ψυχολογικό άγχος θα τον καταρρακώσει, η συνείδησή του θα αποκτήσει μορφή και φωνή στο πρόσωπο της πεθαμένης του γυναίκας. Εν τέλει θα βρει την κατανόηση που ζητά σε μία πόρνη, τη Λίνα, που επιθυμεί να αλλάξει τη ζωή της. Θα της προσφέρει λύτρωση "λυτρώνοντας" παράλληλα και τον εαυτό του, με όποιο κόστος, δεδομένου ότι κουβαλά μια ζωή με οδυνηρές αναμνήσεις και ακόμη πιο οδυνηρές επιλογές, τις οποίες ο αγαπητός Αντώνης διαγράφει μέσα  από ανατροπές.


Οι σκέψεις μου: Κατά τη γνώμη μου ο Αντώνης είναι ένα πλάσμα πιο αισθαντικό και πιο συναισθηματικό από αυτό που παρουσιάζει. Αυτό που παρουσιάζει είναι μία κάθετη στάση ζωής, που σε κάθε περίπτωση διέπεται από την εξύψωση της Ιδέας του για τη ζωή και της Δικαιοσύνης ως βασικό συστατικό της δυνατότητας να ομονοήσουν επιτέλους μεταξύ τους οι άνθρωποι. Ως εκ τούτου, σε μία τέτοια στάση δεν χωρούν Θεοί, δεν χωρούν εξωκοσμικές αιτίες για το άδικο. Το άδικο είναι ανθρώπινη επινόηση και κατ΄ επέκταση οι άνθρωποι πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Ο ρόλος της εκκλησίας στα κοινωνικά ζητήματα της πόλης, αλλά και τα λοιπά πολιτισμικά στιγματίζεται. Στις Μέρες Νηστείας βλέπουμε το καθαρό πρόσωπο της αδικίας στους χώρους της εκκλησίας, και ορθώς το βλέπουμε, γιατί έτσι είναι. Ως εδώ καλά. Ωστόσο, το κείμενο του Αντώνη δεν μένει μόνο σε κοινωνικό επίπεδο, προχωρά στο προσωπικό, στο ενδογενές, σε αυτό που προκύπτει αναλογικά με την κάθε προσωπικότητα, με τις ψυχολογικές εκφάνσεις που τη χαρακτηρίζουν. Ο ήρωάς του είναι στην αρχή θύμα, επιδιώκει να αγωνιστεί όμως και δεν το κάνει ποτέ στην ουσία, η θυματοποίησή του αποσύρεται σταδιακά και από θύμα γίνεται θύτης. Από ήρωας αντιήρωας. Ένα σακί από λάθη. Τα πρώτα σημάδια αντιηρωισμού έρχονται με την απιστία του ή ακόμη και με τον θάνατο της γυναίκας του (αν και το σημείο αυτό μου φάνηκε κάπως μελό). Όπως και να 'χει, αυτό που τελικά συμπεραίνω είναι ότι η κοινωνική αδικία εγκλωβίστηκε στην αδικία μιας μεμονωμένης ψυχογενούς αιτίας. Ο Αλέξανδρος οδεύει προς την προσωπική του καταστροφή, γιατί είναι μία ψυχή πάσχουσα. Τι σημαίνει αυτό όμως για την ιδεολογία του; Τι είναι αυτό που τον τάραξε στην αυτοπυρπόληση της φοιτήτριας; Το ότι βρήκε "γενναία" την πράξη ενός κοριτσιού και μάλιστα για τους σωστούς λόγους; Ο Αλέξανδρος αντιπαρατέθηκε με το γεγονός αυτό και βγήκε ηττημένος. Ο Αλέξανδρος δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι παρόμοιο για τους σωστούς λόγους. Ή μήπως πρόκειται για μια πράξη που είναι λανθασμένη άσχετα από τις αιτίες που τη συνοδεύει;

Τα θετικά: 1) Αν και ο Αντώνης ασχολήθηκε με πολλά σε αυτό το βιβλίο (φιλοσοφία, κοινωνία, πολιτική, ψυχολογία) κατάφερε να τα δομήσει καλά ώστε ο αναγνώστης να μην μπερδεύεται 2) Οι επιρροές από τους φιλοσοφικούς διαλόγους και τα αρχαία μυθικά κείμενα (π.χ. διέκρινα τη χρήση της προοικονομίας) 3) Η μεστότητα του λόγου, παρά το νεαρόν της ηλικίας του συγγραφέα 4) Παρασύρει τον αναγνώστη σε μύριες σκέψεις, εμβαθύνει στα μέσα και στα έξω του.

Τα αρνητικά: 1) Η αποδυνάμωση του κοινωνικού φαινομένου από το προσωπικό ψυχογενές συναίσθημα που καθορίζει τελικά τις εξελίξεις. Αν αυτό ήθελε να παρουσιάσει ο Αντώνης μπορεί να το εξελίξει και να το παρουσιάσει στο μέλλον με την παρακαταθήκη της καθημερινής και λογοτεχνικής του εμπειρίας που αυξάνονται αμφότερες.

*Το βιβλίο δεν είναι επιμελημένο. Όταν παραπονέθηκα γι' αυτό στον Αντώνη, μου είπε πως είναι κατά της παρέμβασης στο κείμενο του συγγραφέα, γιατί το θεωρεί τροχοπέδη στην προσωπική αυθόρμητη έκφραση του καθενός. Σεβαστό. 

Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Εκτός ύλης (ή ο τηλεβόας)


Ήξερα κάποτε έναν δάσκαλο σοφό,
που δεν του άρεσε την ύλη να διδάσκει,
σελίδες ένα ως διακόσια, σελίδες δύο ως τριακόσα και ογδόντα οκτώ.
H ειδικότης του οι αριθμοί, στους νέους πολύ αγαπητός
γιατί δε μιλούσε μόνο για ολοκληρώματα, αξιώματα,
ταυτότητες, ανισώσεις, συστήματα και εφαπτομένες.
Για το ηλιοβασίλεμα ποθούσε περισσότερο να μιλά,
το ζευγάρωμα της κότας, του αλόγου και της περιστέρας,
για το ρυθμό, τη μελωδία, τη συγχορδία και τη συμφωνία,
για τη Γκερνίκα, τον Αποχαιρετισμό στα Όπλα, τη Θεία Κωμωδία.

Και έτσι μια μέρα γροθιά στο κατεστημένο εθέλησε να δώσει,
πήρε έναν τηλεβόα άσπρο με κόκκινη λαβή,
έξω από το σχολείο του,
πάνω και κάτω περπατούσε,
φωνάζοντας το α και το β, το συν και το επί,
την ώρα που τα δεκαοχτάρικα ορίζανε τις τύχες τους
επάνω στο χαρτί.
Μεγάλη αναστάτωση και ταραχή ακολούθησε
σε μαθητάδες, διευθυντάδες και αρμόδιους υπουργούς,
τα θέματα αποσύρανε και τον σοφό τον δάσκαλο δέσμιο πήραν αστυνομικοί.

Ο δάσκαλος δεν ήταν πια αγαπητός, θα έλεγα μάλιστα πως ήταν τώρα μισητός,
αφού και η πρώτη των πρώτων σίγουρη εδήλωσε τα εξής:
«πρόκειται για περίπτωση ανίκανου δασκάλου,
που δεν ασχολήθηκε όσο θα έπρεπε με τη διδακτέα την ύλη,
σελίδες ένα ως διακόσια, σελίδες δύο ως τριακόσια και ογδόντα οκτώ,
μόνο νοιαζόταν για άλλα πράγματα,
ανιαρά και ανούσια,
πώς ακούγεται το διάστημα τετάρτης το καθαρό,
ποια είναι η Λάουρα ποια είναι η Βεατρική,
πώς ζευγαρώνει τ’ άλογο,
πόσο κρατά και ο χρόνος πάνω στην Αφροδίτη».


Θ.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Μ(η) Φ(ας)


Δε μου αρμόζει η κουβέντα. Επιδόθηκα για πολύ καιρό στην ανάπτυξη τεχνικής. Επιδιώκω την τελειότητα που ολοφάνερα δε διαθέτεις, ούτε την προσεγγίζεις φυσικά. Μη διανοηθείς να μπεις στη διαδικασία να με μιμηθείς, δε θα τα καταφέρεις. Χιλιάδες φορές σου είπα ότι σχολιάζεις πέραν του δέοντος. Σχολιάζεις τα πάντα. Σχολιάζεις τα δέντρα. Σχολιάζεις τα δέντρα και τα χρώματα. Σχολιάζεις τα δέντρα, τα χρώματα και το ουράνιο τόξο. Σχολιάζεις τα δέντρα, τα χρώματα και το ουράνιο τόξο που καταλήγει μέσα στο στόμα μου. Και μέσα στο στόμα μου δεν μπορείς να μπεις. Αφενός το ανοίγω κατ’ επιλογήν, σε αυτούς που τους πρέπει ένα ωραιότατο φτύσιμο με μπόλικο τάλαντο αρχεγόνου προελεύσεως, αφετέρου κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να βρει την ουρά του ουράνιου τόξου. Κι αν είμαι άδικος απέναντί σου, αν δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα, η απειροελάχιστη πιθανότητα να είμαι άδικος απέναντί σου, δε θα το παραδεχθώ. Γιατί έχω αναπτύξει απαράμιλλη τεχνική. Για όλα τα πράγματα. Δε θα την αφήσω να καταρρεύσει επειδή θέλεις να μάθεις ή ακόμη χειρότερα επειδή θέλεις να έχεις φωνή. Ας γελάσω (θαυμαστικό). Να μείνεις για πάντα κουτορνίθι, κούτσουρο, τούβλο μπατικό, μωρή και ανόητη, αβέλτερη, αλαφροκούκουλη και αργόστροφη, ένας καθυστερημένος καπλαμάς, ένας τυφλόνους μπουμπούνας, που νομίζει ότι μπορώ να χαρίσω αγάπη, λες και υπάρχει αυτό το πράγμα. Κι αν αισθανθώ συμπάθεια για σένα, αν δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα, η απειροελάχιστη πιθανότητα να αισθανθώ συμπάθεια για σένα, δε θα το παραδεχθώ. Μη φας (θαυμαστικό). Θα σου κάνω τη χάρη μόνο να σε κοιτώ, από μιαν ασφαλή απόσταση. Πώς θα παίζεις με μεγάλη επιτυχία την τυφλόμυγα. Μάνα θα κάνω και δε θα με πιάσεις ποτέ.

Θ.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Στην Ωγυγία



Βλέπεις τι μπορώ να του προσφέρω;
Πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ η φύση τραγουδά εκκωφαντικά
και χαρμόσυνα: το κυπαρίσσι οσφραίνομαι, τον κέδρο και τη θούγια.
Ακούω το κελάρυσμα του ποταμού κάτω από τον βράχο στον οποίο κατοικώ,
κοιμάμαι με τα αυτιά μου κολλημένα σε αρμονικές υφέσεις.
Η θράκα μου πάντα μυρωδάτη,
να γεύεται ολημερίς μοσχαράκια και αρνάκια του γάλακτος,
να γλύφω το λίπος από τα δάχτυλά του,
καθώς το σώμα του χαίρεται υγεία και ευρωστία.
Θεά εγώ, θνητός αυτός.
Μα αν μείνει κοντά μου, ζωή όμοια με θεού θα ζήσει,
και σε λίγο, καθώς ο καιρός θα κυλά, η θύμησή του θα εξασθενίσει,
το όνομά της και ο τόπος του θα λησμονηθούν
από το τραγούδι της κουρούνας και της κουκουβάγιας,
από το γλυκό κρασί που θα στάζει λίγο λίγο στα χείλη του,
νέκταρ που έστιψα τσαμπί το σταφύλι από το κλήμα μου,
μέχρι αθάνατος να γίνει σαν εμένα.
Σε εκλιπαρώ, μη με πιέζεις να πράξω αλλιώς!
Στο κάτω κάτω εσύ -ένα φερέφωνο, ένα κουφάρι αδειανό- ποτέ σου δεν ερωτεύτηκες.
Πότε δεν έζησες μόνο για το άλλο σου μισό.
Να μολογήσεις, λοιπόν, στο αφεντικό σου πως
δεν κρύβω μες στα στήθη μου καρδιά από σίδερο,
το μόνο που μπορώ να του δώσω είναι ένα κάποιο περιθώριο επιλογής.
Είμαι σίγουρη πως θα νικήσει η θεϊκή ομορφιά μου.

Θ.

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Μήνυμα στο μπουκάλι - Ιστορία εκατό λέξεων



Έσπασε το μπουκάλι στην πέτρα. Κόπηκε λίγο στον αριστερό αντίχειρα. Κοκκίνησε το χαρτί καθώς ξεκίνησε να διαβάζει: «Σε έναν πανύψηλο βράχο μέσα στο πέλαγο βρίσκεται χτισμένο το κάστρο. Ο νέος θέλει να σκαρφαλώσει, να φτάσει στο πιο ψηλό παραθύρι, να δει για λίγο την πανέμορφη κόρη του βασιλιά. Μάταια προσπαθεί. Σωριάζεται στο κύμα. Η μάγισσα του προσφέρει βοήθεια.

-Θα σου χαρίσω φτερωτά σανδάλια. Με όποιο τίμημα;
-Να μου χαρίσεις.

Θαυμάσιος πετά ψηλά. Δίνει φιλί στην κόρη και υπόσχεται γάμο στη βασιλική οικογένεια. Μεμιάς η κόρη αποκαλύπτεται. Σειρήνα μυθική το νου του θολώνει, κρατούμενος σε κοιτάζει από το πιο ψηλό παραθύρι».

Θ.

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Η Εξομολόγηση





Ήρθε η ώρα να γράψω για σένα.
Οκτώ και δέκα χρόνια,
στη σκέψη φωλιάζεις
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.
Δύο φύσεις πάνω στο κρεβάτι μου.
Η μία κοιμάται και ονειρεύεται,
η άλλη κλαίει γιατί λυπάται.
Είναι δηλαδή εκείνη η στιγμή
που μόνο απλώνεις το χέρι
να αγγίξεις,
αλλά η αίσθηση νεκρώνεται
γιατί πείσμωσε,
γιατί κουράστηκε.
Και η μία φύση πανίσχυρη περιγελά την άλλη.
Και ο κόσμος μοιάζει άδειος χωρίς τη μουσική που ακούς στο μυαλό σου.
Οκτώ και δέκα, έχω να σε δω.
Ούτε από τύχη ούτε από ανάγκη.
Σε θυμούμαι όμως,
κάθε που ο λογισμός εκφυλίζεται
σε μια κρίση ή στην αλήθεια.

Θ.

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Εδώ στην πόλη


Ένα καλοκαιρινό πρωινό.
Απασφαλίζω τα παράθυρα των παιδιών μου,
να μπει φως στο δωμάτιο.
Η μικρή αυλή με τα ξεχασμένα ξερόχορτα
και το ογκώδες ντεπόζιτο πετρελαίου
δεν είναι μια θλιβερή εικόνα.
Οι χειμωνιάτικες βροχές περιβάλλουν
με αυτή τη θλίψη το τοπίο,
που δεν του πρέπει.
Το ντεπόζιτο θέλει πάντα βάψιμο,
τα ξερόχορτα πρέπει πάντα να μαζευτούν.
Είναι που τώρα στο απέναντι σκοινί
αερίζονται κάτω από σφιχτά μανταλάκια
τρία σακ βουαγιάζ
και ένα σακίδιο πλάτης.
"Για κάπου ετοιμάζονται οι απέναντι",
μονολογώ.
Ένα ταξίδι αποσκευές τα όνειρά μου,
ο ιριώτικος γιαλός με τις ξερές κλάδες
και τον χρυσό ήλιο,
έρχεται και φεύγει από το τίναγμα μιας λευκής κουρτίνας
φως και θάμπος εναλλάσσονται κάτω από τα βλέφαρά μου,
παίρνω μια ανάσα και κάνω μακροβούτι.
Η γειτόνισσα βγαίνει στο μπαλκόνι,
"εσείς θα πάτε πουθενά;"
"Όχι, όχι! Εμείς εδώ στην πόλη."

Θ.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Ο δεινός Θεός

Το κεφάλι του έβραζε. Ένιωθε τα πόδια του βαριά. Έτρεχε όμως. Έτρεχε γρήγορα, χωρίς σχέδιο, προς όποια κατεύθυνση έμοιαζε ενστικτωδώς ασφαλής. Δεν προλάβαινε να πάρει αποφάσεις, ούτε να υπακούσει στον σωματικό του πόνο. Το αίμα έτρεχε στο κεφάλι του, θόλωνε την όρασή του.  Κάποια στιγμή έπεσε πάνω σε μία γυναίκα που έσπρωχνε όπως όπως ένα καρότσι με το μωρό της. Το σώμα του αφέθηκε πάνω στη σύγκρουση. Η μητέρα σωριάστηκε κάτω. Το καρότσι έκανε πέντε ή έξι περιστροφές και χτύπησε σε ένα τζάμι. Δεν έσπασε. Το κλάμα του μωρού όμως ήταν πιο δυνατό από τις κραυγές των ανθρώπων, πιο δυνατό από τις εκρήξεις. Δεν δίστασε παρά μόνο μια ανεπαίσθητα μικρή στιγμούλα σε έναν χρόνο που του φαινόταν αιώνιος. Τη στιγμή που γύριζε το κεφάλι του ξανά προς τον δρόμο της άγνωστης φυγής του, έπιασε με την άκρη του ματιού του τη φιγούρα ενός άντρα που άρπαξε το καρότσι και άρχισε να τρέχει μακριά, μακριά από τη μητέρα.
Βρέθηκε έξω στο δρόμο. Έψαχνε το αυτοκίνητό του. Δε θυμόταν που το είχε αφήσει. Χώρος Στάθμευσης Α. Χώρος Στάθμευσης Β. Γ, Δ, Ε, Ζ κλπ. Αν η έκταση του χώρου κάλυπτε όλη την αλφαβήτα, ήταν χαμένος από χέρι. Πίσω του οι εκρήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Ήταν πεπεισμένος πως μάνα, μωρό και απαγωγέας δεν επέζησαν. Δεν υπήρχε λόγος να πνιγεί από τις τύψεις. Έτσι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν έχεις τη ζωή σου, το σπίτι σου, τα καλά σου τα ρούχα, μια επιτυχημένη δουλειά, μία ή περισσότερες γυναίκες, είναι δύσκολο να χειριστείς την ενδεχόμενη απώλειά σου. Γιατί έχεις μία σημαντική θέση στον κόσμο. Το μωρό έκλαιγε πιο δυνατά και από τις εκρήξεις. Ούρλιαζε μέσα στα σωθικά του, και έκανε την καρδιά του να πάλλεται αλλόκοτα, κάτω από το ακριβοπληρωμένο σακάκι του.
            Χώρος Στάθμευσης Α. Φυσικά. στο Α. Τα μάτια του έψαχναν δεξιά κι αριστερά. Έβαλε τα κλειδιά του πάνω σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Δεν ταίριαζαν. Σε ένα άλλο παρακάτω. Ούτε. Σε τρίτο. Σε τέταρτο. Το πέμπτο ήταν το δικό του. Βρέθηκε σε μία συνωστισμένη έξοδο, συνωστισμένη από ανθρώπους που είχαν την ίδια ιδέα με τη δική του. Άνοιξε την πόρτα και το έβαλε στα πόδια. Οι δρόμοι και τα σπίτια χάνονταν στο διάβα του, ο κόσμος όλος ένα μπούγιο άτσαλο και ακανόνιστο και ήταν και εκείνος μέσα σε αυτό. Σειρήνες σφύριζαν αδιάκοπα, ασθενοφόρα, περιπολικά, πυροσβεστικά, συναγερμοί, το βουητό στα αυτιά του έγινε μια εκνευριστική νότα. Το αίμα ανακατεύτηκε με τον ιδρώτα όταν η νότα άρχισε να γίνεται ένα μακρινό βουητό, τα πρόσωπα και τα φώτα ανακατεύτηκαν, το στομάχι του ανακατεύτηκε. Άφησε τα γόνατά του να λυγίσουν και έκανε εμετό στο τέρμα της μεγάλης λεωφόρου. Όταν σήκωσε το κεφάλι του ξεχώρισε μια φιγούρα που είχε απλώσει το χέρι της στο μέτωπό του και του σκούπιζε τα αίματα. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά της. Άκουγε μόνο το κλάμα του μωρού που εγκατέλειψε πίσω του.

Ο Ταρέκ, που έφτιαχνε κοσμήματα στον δρόμο της Βαγδάτης, παντρεύτηκε την Χάνα όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών. Την επόμενη χρονιά κάνανε ένα κοριτσάκι, την Μάγια. Ύστερα ξέσπασε ο πόλεμος. Φέτος το καλοκαίρι, ο Ταρέκ μάζεψε ό,τι οικονομίες είχε και πλήρωσε έναν τυχοδιώκτη καπετάνιο εικοσιπέντε εκατομμύρια λίρες για να σαλπάρει στη Μεσόγειο μαζί με την Χάνα, έγκυο οκτώ μηνών στο δεύτερο παιδί τους, και την πεντάχρονη πια Μάγια. Νύχτα έφτασαν στην Ταρτούς, κρυμμένοι μέσα σε ένα κάρο με σανό, δυο ημέρες ταξίδι. Οι συμπατριώτες, κάθε λογής φανατικοί, σκότωναν αυτούς που λιποτακτούσαν παραδειγματικά. Άλλοι, πιο φανατικοί, σκότωναν αδιακρίτως. Ο Ταρέκ σκεφτόταν συνεχώς πως η Χάνα στην κατάστασή της δε θα τα βγάλει πέρα. Όταν όμως έφτασαν στο λιμάνι, άρχισε πάλι να ελπίζει. Η Χάνα καθόταν αμίλητη σε έναν κάβο, η Μάγια έτρεχε πάνω κάτω κλωτσώντας μια πέτρα που στοιχημάτιζε να μην πέσει στο νερό και ο Ταρέκ της ψιθύριζε μαλώματα και τιμωρίες να ησυχάσει για να μην τους ακούσει κανείς.
Σε λίγο, ακούστηκαν παφλασμοί και ψίθυροι μέσα από τη θάλασσα. Τα φώτα ήταν ανύπαρκτα σε αυτό το σημείο και έτσι ο Ταρέκ από φόβο μάζεψε όλη την οικογένεια και την έκρυψε πίσω από ένα σαράβαλο γαλάζιο φορτηγάκι. Οι παφλασμοί έγιναν εντονότεροι και οι ψίθυροι καθαρές ομιλίες. Ο Ταρέκ είδε τον τυχοδιώκτη καπετάνιο. Χαμογέλασε με ανακούφιση και προέτρεψε με ένα νεύμα την Χάνα και την Μάγια να τον ακολουθήσουν. Έβγαλε μέσα από τις κάλτσες του, τα παντελόνια του και το βρακί του τα χρήματα. Πλήρωσε, τους φορέσαν σωσίβια και μπήκανε μέσα σε μια μεγάλη φουσκωτή βάρκα. Ήταν μέσα άλλοι πέντε. Το ταξίδι ήταν ήρεμο, η θάλασσα γαλήνια. Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, όταν όμως κάνανε μία και δύο και δέκα στάσεις επιβιβάζοντας δέκα, κι άλλους δέκα, κι άλλους δέκα, ο Ταρέκ πνίγηκε από το φόβο. Η Χάνα κρατούσε την κοιλιά της, η Μάγια κοιμόταν στα πόδια της και αυτός τις αγκάλιαζε και τις δύο.
Με το πρώτο φως του ήλιου ένα δυνατό μελτέμι χτύπησε τη βάρκα και ξύπνησε απότομα όλους τους επιβάτες. Άρχισαν τα ουρλιαχτά. Δεν έγινε κάποια δραματική επιβράδυνση του κακού. Με τη δεύτερη, η βάρκα γύρισε ανάποδα. Οι πιο πολλοί δεν κατάλαβαν πόσο γρήγορα βρέθηκαν στο νερό. Ο Ταρέκ πίστευε ότι κρατούσε αγκαλιά και τη γυναίκα του και την κόρη του, όπως όλη τη νύχτα. Ο άνεμος και το βάρος του δημιουργούσαν αστάθεια και πάσχιζε να μη βυθιστεί μέσα στο νερό. Ήταν σίγουρος ότι τα χέρια του τις είχαν τυλίξει καλά. Με ένα αποφασιστικό σάλτο προς τα πάνω και με τη βοήθεια του σωσιβίου, βγήκε πάνω από το βάρος της Χάνα, για να έχει καλύτερο έλεγχο. Η Μάγια δεν ήταν εκεί. Φώναξε το όνομά της. Άφησε την Χάνα σχεδόν ξεψυχισμένη, έβαλε το κεφάλι του μέσα στο νερό. Τίποτα. Φώναξε και πάλι. Πολλές φορές. Άρχισε να κλαίει. Έκλαιγαν όλοι.

            Ο Ταρέκ έψαχνε για δουλειά, όταν άρχισε να γίνεται σούσουρο για την επίθεση. Είναι το κακό τόσο δυνατό, που θαρρείς και ζωγραφίζει μεμιάς την ανησυχία στα πρόσωπα των ανθρώπων. Με σπασμένα αγγλικά ρώτησε λεπτομέρειες. Μετά άρχισε να τρέχει. Η Χάνα ήταν εκεί. Με το μωρό. Δεν είχε άλλον πια στον κόσμο. Δεν θα το άντεχε. Και δε θα σταματούσε ούτε δευτερόλεπτο, αλλά τον λυπήθηκε τον ανθρωπάκο. Ακόμη και ένας τόσο καλοντυμένος κύριος σαν αυτόν, έτσι βουτηγμένος στα αίματα, τον ιδρώτα και τον εμετό, μπορεί να βίωσε μια μεγάλη απώλεια.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Το Τι και το Ε (από το Μονόγραμμα)


Να ένα "τι και ε" που δεν χρειάζεται ανάλυση...

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.



Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Απόπειρες (3)

Η Καλή Εκδοχή

Δε ξέρει πως να σηκωθεί από το κρεβάτι. Είναι κάτι στιγμές που νιώθει τα πόδια του βαριά και ασήκωτα. Και δεν είναι ότι ξενυχτάει στα μπουζούκια. Χαζοξενυχτάει μπροστά στον υπολογιστή, μιλάει με τη Μαρία στο τηλέφωνο, στέλνει κανένα μήνυμα σε ένα από τα σάιτ που επισκέπτεται κρυφά και αυτό είναι. Τον τελευταίο καιρό βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο, πρέπει να τελειώσει τις σπουδές του και να βρει δουλειά. Ίσως αυτό να τον κουράζει. Αλλά δε μπορεί να βιαστεί, άλλωστε δεν υπάρχει ανάγκη να βιαστεί. Κοντεύει τα τριάντα και μένει με τους γονείς του, αλλά μπορεί να βαρέσει τη μαλακία του κάτω από το κοτλέ φαρδύ παντελόνι ή να την αφήσει να ξεσπάσει πίσω από την κλειδωμένη τουαλέτα. Μικρό το κακό. Μπορεί ακόμη να την αφήσει να προσπεράσει. Δεν είναι δα και έφηβος.
Η Μαρία, από την άλλη, δε λέει να επιστρέψει. Έφυγε πριν από 9 μήνες για την Αμερική. Η καριέρα της τώρα εκτοξεύτηκε, είναι στέλεχος μιας μεγάλης εμπορικής εταιρείας στο Σαν Φρανσίσκο. Η ευρηματικότητα και η σβελτάδα της ανέβασαν σημαντικά τα εισπρακτικά νούμερα των Αμερικανών εργοδοτών της και η υπόσχεσή της να γυρίσει στην πατρίδα για να συνεχίσει την καριέρα της παρατείνεται ολοένα και περισσότερο. Μόλις χθες το βράδυ του ανακοίνωσε πως θα πρέπει οπωσδήποτε να μείνει ένα ακόμη εξάμηνο. Το θεώρησε σωστό να την επιπλήξει γλυκά, να τη μαλώσει και λίγο, αλλά η αλήθεια είναι πως η Μαρία είναι ώρες - ώρες ανυπόφορη. Αν και ανοίγεται τώρα ένας αλλιώτικος κόσμος μπροστά της, τον πιέζει να παραδώσει τη διπλωματική του, να εργαστεί, να νοικοκυρευτούν, να κάνουν οικογένεια, να είναι έτοιμος μόλις εκείνη επιστρέψει...
Ξαφνικά τινάζει από πάνω του τα σκεπάσματα, σηκώνεται, φοράει τα βελούδινα πασουμάκια του και κατευθύνεται προς την πρωινή του περιποίηση όταν η μαμά φωνάζει διαφημίζοντας όλα τα ελέη του Θεού: μπέικον τηγανιτό, αυγά ποσέ, φρυγανισμένο ψωμί, μαρμελάδες και μέλια, καφές - όπως τον πίνει - από τα χεράκια της, γάλα, πορτοκαλάδα, βούτυρο, φρούτο...Στ' αλήθεια, ο γιατρός συμβουλεύει να βουρτσίζει κανείς τα δόντια του πάνω - κάτω. Ποτέ δεν το κάνει, βαριέται οικτρά, τα βουρτσίζει δεξιά αριστερά για 20 δευτερόλεπτα περίπου κόντρα και στο "πρέπει να κρατάει το βούρτσισμα το λιγότερο ένα λεπτό". Επίσης βαριέται οικτρά. Κοιτάζει τον καθρέφτη, κάνει μια γκριμάτσα βγάζοντας έξω τη γλώσσα του και τρίβει όλο νόημα το τριών ημερών γένι του, όταν η μαμά φωνάζει και πάλι. "Ώχου! είπε στον εαυτό του, "δε με χέζεις και συ".

Ο δρόμος προς το πανεπιστήμιο είναι αρκετά σύντομος με το νέο του αυτοκίνητο. Από καιρό είχε βαρεθεί τα πήγαινε - έλα με τα λεωφορεία. Ο κόσμος είναι σχεδόν αηδιαστικός, κυρίως οι ξένοι. Βρωμούν. Καταντούν το πρωινό του μπάνιο μια ανώφελη διαδικασία. Σκέφτεται να πάει και αυτό το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, να το δοκιμάσει στις μεγάλες ταχύτητες. Με σύνεση βέβαια. Δεν έχει όρεξη να τρέχει ούτε στα νοσοκομεία ούτε στα συνεργεία. Έφτασε στο γραφείο φρέσκος, σένιος και ωραίος. Κρέμασε με ευλάβεια το καλό του παλτό στον καλόγερο και στρώθηκε μπροστά στον υπολογιστή του. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση για την καριέρα του, και για όλα τα υπόλοιπα βέβαια. Καμία ταπεινοφροσύνη. Παρόλ' αυτά έλεγε κάτι χαζά του τύπου: δεν έχω κάνει κάτι σημαντικό, υπάρχουν και καλύτεροι ερευνητές από μένα που έχουν ολοκληρώσει πολύ καλές σχολές και όχι αυτό το μπουρδέλο που τελείωσα εγώ κλπ. Οι φρασεις αυτές εκστομίζονταν με μία αίσθηση απέχθειας στο πρόσωπο - η αλήθεια είναι ότι την ίδια απέχθεια επεδείκνυε ακόμη και αν έλεγε κάτι θετικό π.χ. πωπω! (απέχθεια) πολύ ωραίες εγκαταστάσεις έχει το πανεπιστήμιο της Κολούμπια!  (απέχθεια) τι κτήρια! (πολλή απέχθεια) τι πάρκα! (αποστροφή). Και αυτή η αίσθηση βεβαια πρόδιδε πως τίποτε δεν πίστευε από αυτά που έλεγε. Όλη η μέρα έτσι κύλισε, με υπολογισμούς, με κανά δυο αδιάφορες απόπειρες κοινωνικοποίησης με διδακτορικούς, μεταπτυχιακούς, ξερόλες καθηγητές, αδιάφορες φοιτητριούλες και με μπόλικη απέχθεια. Στις 6 ακριβώς έκλεισε τον υπολογιστή του και όταν κατευθύνθηκε προς τον καλόγερο για το παλτό του, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο υπέυθυνος καθηγητής του ήταν, του ανέθεσε μια επείγουσα εργασία που έπρεπε οπωσδήποτε να βρίσκεται στο γραφείο του την άλλη μέρα το πρωί. Κατέβασε το ακουστικό, σιχτίρισε τη μοίρα του και άνοιξε και πάλι τον υπολογιστη του.

Ήταν πια 11 το βράδυ όταν τελείωσε και την κοπάνησε γρήγορα για το σπίτι του. Πεινούσε αφόρητα και ήθελε να ξεκουραστεί. Μετά από κάμποση ώρα βρέθηκε σε ένα από τα φανάρια της οδού Μάρνης. Αδιάφορα κοιτούσε δεξιά και αριστερά το αρρωστημένο περιβάλλον της πιο κακόφημης περιοχής της πόλης, όταν η ματιά του σταμάτησε στην εικόνα μιας νέγρας πόρνης που την ξυλοφόρτωνε ένας μεγαλόσωμος, κακάσχημος άντρας που μάλλον ήταν ο νταβατζής της. Πριν προλάβει να σκεφτεί πως πρέπει να φύγει στα γρήγορα για να μη βρεθεί μπλεγμένος σε καμιά ανόητη ιστορία, η νέγρα έπεσε αιμόφυρτη μπροστά στο καινούριο του αμάξι και ο μεγαλόσωμος, κακάσχημος άντρας έτρεξε προς την πλατεία Βάθης και σε λίγα δευτερόλεπτα χάθηκε μέσα στα στενά. Κόντευε 12, δυο -  τρία αυτοκίνητα πέρασαν, ένας, ίσως και δύο περαστικοί, τέτοιοι που να ταιριάζουν στο σκηνικό της μαυρίλας και της δυστυχίας του βαλτωμένου κέντρου της πόλης. Ήταν πραγματικά η τέλεια ευκαιρία για να φύγει, για να συνεχίσει τη ζωούλα του, να τσιμπίσει αυτό το κατιτίς που 'λειπε απ' το στομάχι του και να ξυπνήσει αύριο με την χαρά ότι απέφυγε να ασχοληθεί με μια βρομιάρα πόρνη.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο βγήκε έξω, πλησίασε την κοπέλα και από ένστικτο ακούμπησε τα δάχτυλά του κάπου στο λαιμό της για να νιώσει το σφυγμό της. Αφού διαπίστωσε ότι ακόμη ζούσε, τη σήκωσε στα χέρια του για να τη μεταφέρει στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Το βλέμμα του φαινόταν χαμένο, οι σκέψεις ασύνδετες φόρτωναν το μυαλό του: "σε ποιο νοσοκομείο να πάω;" ή "λες να κόλλησα τίποτα τώρα που την άγγιξα;" ή "μια πουτάνα είναι, και μάλιστα μαύρη" ή ακόμη "δεν είναι άσχημη". Την ίδια στιγμή που την κρατούσε στα χέρια του έτοιμος να τη βάλει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, άκουσε φωνές νά έρχονται από απόσταση. Πολλοί άντρες με ξυρισμένα κεφάλια, με καδρόνια στα χέρια και με άγριες διαθέσεις άρχισαν να φωνάζουν: "Άσε την πουτάνα τη μαύρη! Θέλεις να τη σώσεις; Θα πεθάνεις και συ μαζί της!" Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Μόλις που ακούμπησε την κοπέλα στο κάθισμα και δέχτηκε το πρώτο χτύπημα στο σβέρκο. Ύστερα στο κεφάλι. ´Επεσε κάτω, μετά στα πλευρά κλωτσιές και μπουνιές. Άρχισε να νιώθει το αίμα να τρέχει στο μέτωπό του. Και πολλά, πολλά χτυπήματα, τον άφησαν εκεί στη μέση του δρόμου. Η τελευταία εικόνα που αντίκρισε ήταν η αστυνομία που έτρεψε σε φυγή το συφερτό και ένα ασθενοφόρο. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της εξείχαν από το φορείο, την ώρα που οι γιατροί έλεγαν "ζει" και εκείνος θυμήθηκε πως ένας μεγάλος σοφός είχε πει κάποτε πως η ευτυχία είναι στο καλό τέλος.

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Πρωϊνό Άστρο του Γιάννη Ρίτσου

Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν στὸν ὕπνο σου.

Κοιμήσου κοριτσάκι.
Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πρέπει νὰ μεγαλώσεις.

Εἶναι μακρὺς
μακρὺς
μακρὺς ὁ δρόμος.

Τὸ παιδί μου κοιμήθηκε
κι ἐγὼ τραγουδάω...

Δύσκολα εἶναι, κοριτσάκι,
στὴν ἀρχή.

Τί νὰ πεῖς, δὲν ξέρεις.
Δύσκολα εἶναι στὴν ἀρχή.

Γιατὶ δὲν εἶναι, κοριτσάκι,
νὰ μάθεις μόνο
ἐκεῖνο ποὺ εἶσαι,
ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις γίνει.

Εἶναι νὰ γίνεις
ὅ,τι ζητάει
ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου,
εἶναι νὰ φτιάχνεις, κοριτσάκι,
τὴν εὐτυχία τοῦ κόσμου.

Ἄλλη χαρὰ δὲν εἶναι πιὸ μεγάλη
ἀπ᾿ τὴ χαρὰ ποὺ δίνεις.

Νὰ τὸ θυμᾶσαι, κοριτσάκι.

Στη νεογέννητη κόρη μου...όλα όσα θα ήθελα να πω...

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Το σκοτεινό τρυγόνι


Μόλις προχθές το άκουσα ενώ διάβασα...Οι Νίκος Μαστοράκης, Μανόλης Λιαπάκης και Κώστας Πανταζής (ερασιτέχνες μουσικοί) μελοποίησαν 12 ποιήματα - κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για τις ανάγκες της θεατρικής διασκευής του έργου «Φόνισσα» που παρουσιάστηκε το 2003 από τη θεατρική ομάδα του δήμου Ιεράπετρας. Τα 12 αυτά τραγούδια κυκλοφορούν σε ένα cd με τίτλο «Το σκοτεινό τρυγόνι» με τη συμμετοχή γνωστών τραγουδιστών. Σε 3 από αυτά συμμετέχει ο Σωκράτης Μάλαμας, σε 2 ο Ψαραντώνης, σε 2 η Νίκη Τσαΐρέλη και από ένα η Λιζέτα Καλημέρη, η Μαρία Κώττη (τραγουδίστρια των Χαΐνηδων), η Νίκη Ξυλούρη,ο Χαρίλαος Παπαδάκης και ο Μανόλης Λιαπάκης (πηγή www.musiccorner.gr)...

Αμέσως ξεχώρισα το ομώνυμο τραγούδι, που έχω την εντύπωση ότι ταιριάζει πολύ σε αυτό που αισθάνομαι όταν διαβάζω Παπαδιαμάντη...καλή ακρόαση.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Θεσσαλονίκη του 1969 - Ελλάδα του 2012

Γιατί αισθάνομαι ότι  ο Μανόλης Αναγνωστάκης πάλι μεγάλη απογοήτευση θα αισθανότανε με το 2012, όπως τότε, με το 1969, ψάχνοντας ανθρώπους να αγωνιστούν για τούτη την ανελευθερία που ζούμε; Γιατί αισθάνομαι τον τόπο μας να βουλιάζει μέρα με τη μέρα στην εξαθλίωση, να βρίσκει να κατηγορήσει ανθρώπους που δε φταίνε, να γίνεται έρμαιο του φασισμού, να στέκεται με απάθεια μπροστά στη βία που ασκείται σε κάποιον, μόνο επειδή έχει μελαψό χρώμα; Γιατί αισθάνομαι πως βρίσκει άπειρες δικαιολογίες να μην αντιταχθεί σε ό,τι πραγματικά τον εκμεταλλεύεται; Γιατί αισθάνομαι πως το δικαίωμα της ψήφου του το έχει μετατρέψει σε πιστοποιητικό κολακείας απέναντι σε ανθρώπους που στρογγυλοκαθίζουν τα οπίσθιά τους σε θέσεις εξουσιαστικές υποσχόμενοι ευημερία; Γιατί αισθάνομαι πως η αδικία έχει γίνει συνήθεια; Γιατί τα παιδιά να απογοητεύονται όταν θα έχουν πιστέψει τα λόγια του πατέρα: "εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες";

Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.

Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. Εἶναι ποίημα πολιτικό, ὅπως ἐξάλλου καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Ἀναγνωστάκη, καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.
Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
            τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε 
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε 
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες, 
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες 
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
            οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
            τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
            ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
            τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

"I Sit and Think" του Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν


I sit beside the fire and think
of all that I have seen,
of meadow-flowers and butterflies
in summers that have been;

Of yellow leaves and gossamer
in autumns that there were,
with morning mist and silver sun
and wind upon my hair.

I sit beside the fire and think
of how the world will be
when winter comes without a spring
that I shall never see.

For still there are so many things
that I have never seen:
in every wood in every spring
there is a different green.

I sit beside the fire and think
of people long ago,
and people who will see a world
that I shall never know.

But all the while I sit and think
of times there were before,
 I listen for returning feet
and voices at the door.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος του Τάσου Λειβαδίτη


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

"Μετά" του Γιάννη Ρίτσου (για όσους σήμερα προσπάθησαν να υπερασπιστούν το άδικο)


 Μάρτυρες γιὰ τὰ λάθη σου δὲν εἶχες. Μόνος μάρτυρας
ὁ ἴδιος ἐσύ. Τὰ τακτοποίησες, τὰ μονόγραψες, τὰ σφράγισες
σὲ λευκοὺς πάντοτε φακέλους σὰ νὰ ἑτοίμαζες
τὴ δίκαιη διαθήκη σου. Ὕστερα
τὰ τοποθέτησες προσεχτικὰ στὰ ράφια. Τώρα, γαλήνιος,
(ἴσως καὶ κάπως φοβισμένος) οὔτε βιάζεσαι
οὔτε καθυστερεῖς, γνωρίζοντας ὅτι, μετὰ τὸ θάνατό σου,
θ᾿ ἀνακαλύψουμε πόσον ὡραῖος ἤσουν,
πόσο πολὺ πιὸ ὡραῖος πέρα ἀπ᾿ τὶς ἀρετές σου.

Ἀθήνα, 16.1.1988
ἀπὸ τὸ Ἀργά, πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα, Κέδρος 1991


Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου


Επειδή είναι κάτι φορές που το ποίημα είναι δημιούργημα ανώτερο από το πεζό, και ας είμαι φανατική οπαδός του δευτέρου, επειδή σαν χθες χάθηκε ο Νίκος Γκάτσος, επειδή έρχεται ένα δύσκολο (αναθεματισμένο) καλοκαίρι που η Αμοργός μου θα είναι μόνον φαντασία:

Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός
Νίκος Γκάτσος (1911-1992): ποιητής, μεταφραστὴς καὶ στιχουργὸς ἀπὸ τὴν Ἀσέα Γορτυνίας.

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων. 
HPAKΛEITOΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.
Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!
Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.
Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Αναρτημένο στην ιστοσελίδα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών:

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Πισωγυρίσματα

Το 1962 στο θέατρο Μετροπόλιταν η επιθεώρηση αναγεννήθηκε στα χέρια των Χατζιδάκι, Καστρινού, Αργυράκη και Σολωμού, με πολλούς και γνωστούς πρωταγωνιστές με την Οδό Ονείρων. Την ίδια στιγμή στο θέατρο Παρκ, ο Μίκης Θεοδωράκης ανέβαζε την Όμορφη Πόλη και η Αθήνα ήταν μεστή από δημιουργίες, διαμορφώνοντας έτσι έναν καλλιτεχνικό ανταγωνισμό. Το Θέατρο, όπως δεν το βρίσκει σήμερα ο Αθηναίος, πάντρεμα όλων σχεδόν των μορφών τέχνης, γίνεται έτσι το υπέρτατο κάλεσμα σε αυτή την ίδια, την τέχνη. 


Την τέχνη που έχουμε λησμονήσει, τη δημιουργία που έχει να προσφέρει πολλά, αυτή που σε κάνει να πισωγυρίζεις σε παλιούς καιρούς (κι ας μην τους έζησες), σε κάνει να αποστρέφεις το βλέμμα σου από το παρόν (κι ας σε στενοχωρεί, κι ας πουν πως δεν εκτιμάς το τώρα). Την τέχνη που δε μπορεί να παράξει το σήμερα, είτε γιατί αρνείται πεισματικά, είτε γιατί έχει χάσει για λίγο την έμπνευσή του. Το ίδιο άλλωστε δε συμβαίνει με τη λογοτεχνία; Είμαι πολύ απογοητευμένη ή πραγματικά δεν υπάρχουν πια (ή προσωρινά έστω) τούτοι οι φοβεροί άνθρωποι που μπορούν να ανταγωνιστούν με τις τέχνες τους, να τις βάλουν άφοβα να αναμετρηθούν και να μείνουν στο χρόνο; 60 χρόνια μετά; Ποια είναι εκείνη η μαγεία που αποπνέουν ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Δάντης, ο Θερβάντες, ο Μπετόβεν, ο Πικάσο, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης; Δεν ξέρω. Δεν θέλω να πιστεύω πως είναι εμμονή στο κλασικό. Είναι κλασικό γιατί είναι θεσπέσιο, εξαιρετικό.



Και Το Πάρτυ από την Οδό Ονείρων ερμηνευμένο με θαυμάσιο τρόπο από έναν σύγχρονο καλλιτέχνη, τον Φαέθωνα Αδαμίδη.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Απόπειρες (2)

Μαριώ   

Τα καλλίγραμμα πόδια της ανέβαιναν αργά την ανηφορική οδό της εκκλησίας του Αη Γιώργη. Παραδομένη στο νεοφερμένο αέρα της άνοιξης αψήφησε το τρίτο χτύπημα της καμπάνας, τη λειτουργία που είχε οπωσδήποτε αρχίσει και τους άσπλαχνους ψιθύρους των γυναικών που και αυτοί - το δίχως άλλο - θα είχαν αρχίσει. Όμως οι μυρωδιές από ίντσα και γιασεμί έδιωχναν τέτοιες συνηθισμένες ανησυχίες. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι σα να ήταν δήθεν περήφανη, έκλεισε τα μάτια τόσο σφιχτά, ώστε πια έβλεπε μόνο τη λάμψη που σχημάτισε ακανόνιστους κύκλους κάτω από τα βλέφαρά της, και περπατούσε τώρα σαν τη μέλισσα που άθελά της έπεσε στο τρυφερό μάγουλο ενός παιδιού και αποφάσισε να το γευτεί.
   Ήταν πραγματικά όμορφο το χωριό εκείνη την εποχή. Τα σπίτια πνίγονταν από πολύχρωμους λουλουδιασμένους θάμνους και το μπλε του ουρανού απλωνόταν αχανές κάνοντας τα λιγοστά σύννεφα να περνούν απαρατήρητα από το μάτι του περαστικού. Πιο ψηλά πρασίνιζαν τα δέντρα και οι αμυγδαλιές ήταν πια ώριμες. Μα αυτό που δύσκολα ξεχνά κανείς την άνοιξη ανηφορίζοντας για την εκκλησία είναι να γυρίσει και να κοιτάξει για λίγο τον κάμπο που απλώνεται ως την άκρη του κόσμου. Πράσινο και χρυσαφί. Χρυσαφί φως που λαμπύριζε τώρα στα μισόκλειστα μάτια της.
    Όσο αργό κι αν ήταν το βήμα της όμως, ο σκαλισμένος σταυρός της πόρτας που έπρεπε να διαβεί πλησίαζε. Και όσο πιο πολύ πλησίαζε τόσο οι καθημερινές ανησυχίες επέστρεφαν και έκαναν την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Χαμογέλασε αμήχανα, όταν σκέφτηκε πόσο βίαια ο λήθαργός της μετατράπηκε σε τούτη την άβολη αφύπνιση και αυτό της έδωσε ίσως θάρρος να προχωρήσει.

   Τα καλλίγραμμα πόδια της στάθηκαν μπροστά στη μισάνοιχτη τζαμένια πόρτα με τον σκαλιστό σταυρό. Απο τη μια η φιγούρα του Ιησού, από την άλλη στο βάθος δεκάδες βλέμματα και ύστερα  οι ψίθυροι...η καταραμένη. Και έπειτα τα βλέμματα παγώσανε για λίγο και οι ψίθυροι σταμάτησαν στη θέα της ομορφιά της. Ψηλή γυναίκα, μεστή, με πρόσωπο λευκό, μεγάλα καστανά μάτια και μαύρα μαλλιά που άγγιζαν το στήθος της. Η καταραμένη συνέχισαν με φθόνο τώρα με χαμηλές φωνές, τα βλέμματά τους όμως ολοκλήρωσαν αυτά την περιγραφή - μακριά αλαβάστρινα χέρια άγγιζαν το παγκάρι και μετά με περίσσεια χάρη το κερί. Την ώρα της ευχής τα κόκκινα χείλια δαγκώθηκαν μα δεν πλήγωσαν την εικόνα της όμορφης γυναίκας.
    Προχώρησε λίγο ακόμη και στάθηκε σε μια γωνιά. Δυνάμωσε και η φωνή του ψάλτη και το ακροατήριο βυθίστηκε επιτέλους σε ησυχία. Καταραμένη, σκεφτόταν και εκείνη. Είχαν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε που είχε σκοτώσει τον άντρα της. Ήταν καλή ώρα σε αυτό το ίδιο πανηγύρι, του Αη Γιώργη. Χαρές μεγάλες στο χωριό και πυρετώδεις προετοιμασίες. Οι άντρες έσφαζαν τα πιο καλά τους αρνιά και οι γυναίκες μαγείρευαν δυο μέρες. Έστρωναν ακόμη τραπέζια στην αυλή της εκκλησίας και ντόπιοι μουσικάντηδες ανάμεσα στα καλοψημένα κρέατα και το άφθονο κρασί παρέσυραν τους μίζερους χωριάτες σε χορό μέχρι το ξημέρωμα. Και εκείνη μεθούσε, και από το κρασί και από τη μουσική. Και πριν δέκα χρόνια μέθυσε και τράβηξε τον άντρα της από το χέρι, τον οδήγησε μπροστά στους μουσικάντηδες και έσυρε τον χορό. Αυτή μπροστά, πίσω αυτός. Ακόμη και αυτό δεν της συγχώρεσαν ποτέ. Άνοιξε τα βήματά της και σχημάτισε κύκλο, πίσω αυτός. Συνέχισε με γέλιο δυνατό τώρα, πίσω αυτός. Και όταν παραδόθηκε στον ξέφρενο ρυθμό και αφέθηκε στη χαρά, εκείνος δεν ήταν πια πίσω της. Είχε σωριαστεί καταγής, κόκκινος σαν ώριμο σταφύλι. Μάταια προσπαθούσε να ξεκουμπώσει το πουκάμισό του. Η μέθη έγινε ζάλη και η ζάλη πανικός, η μπάντα σίγησε και οι χωριάτες έγιναν οι αυτόπτες τούτου του κακού ριζικού που την έκανε χήρα.
    Διπλά θρήνησε για το χαμό του. Γιατί την ίδια στιγμή που ξεψύχησε είπαν πως όποιος χορεύει με τη Μαριώ, πεθαίνει. Και κατά τη σοφή γερόντισσα, τούτη η κατάρα επιβεβαιώθηκε δύο ή τρία χρόνια αργότερα όταν η Μαριώ ντάντεψε στα χέρια της το νεογέννητο παιδί της αδερφής της, και αυτό κατάπιε τη γλώσσα του και πέθανε επιτόπου.

     Τα καλλίγραμμα πόδια της βγήκαν από την εκκλησία όταν τελείωσε η λειτουργία και ένα ζευγάρι στραβοκάνικα πόδια έτρεξαν ξοπίσω τους. Ακούστηκε το όνομά της και αμέσως δύο δυνατά χέρια την άρπαξαν από τη μέση και την οδήγησαν βίαια κάτω από ένα μικρό γεφύρι, εκεί που δεν έφτανε ούτε του ανθρώπου το μάτι ούτε του ήλιου το φως. Ο ζόφος τυλίχτηκε γύρω της και για οδηγό είχε πια τα μάτια του άντρα που άστραφταν μπροστά στα δικά της, Τα χέρια της επίμονα, αλλά μάταια προσπαθούσαν να τον διώξουν και η στιγμή θα κρατούσε αιώνες αν δεν άρχιζαν σιγά - σιγά να κατηφορίζουν τα κακόγλωσσα τακουνάκια απ' την εκκλησία. Έτσι η Μαριώ βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει και από τη λαχτάρα της να ξεφύγει ούτε που κατάλαβε πως για πρώτη φορά μετά από χρόνια βάδιζε με το μπουλούκι των χωριανών.

     Το σκοτάδι έπεφτε και οι καμπάνες ηχούσαν και πάλι. Το γλέντι θα άρχιζε από λεπτό σε λεπτό. Κάθε  χρόνο το ίδιο. Έπρεπε να πάει, ήταν έθιμο. Δεν έπρεπε να χορέψει όμως, ήταν καταραμένη χήρα, πενθούσα δέκα χρόνια και λίγα ήταν. Με το μακρύ μαύρο φόρεμα που και αυτό μετρούσε τα ίδια έτη πάνω της κατευθύνθηκε ξανά προς την εκκλησία. Αυτή τη φορά ο φόβος της ήταν πιο μεγάλος από ποτέ, ήταν εκείνος ο άντρας που συντάραξε τη ψυχή και το κορμί της. Είχε πια τόσες σκοτούρες που δε μπορούσε τώρα πια να βάλει τον έρωτα στη ζωή της. Το νεκρό της σύζυγο τον αγαπούσε, δεν τον είχε ερωτευτεί, μα η αγάπη και η εκτίμηση ήταν αρκετά. Άλλωστε ποιος φονιάς ερωτεύεται το θύμα του; Οι σκέψεις χάθηκαν από τη μουσική που δυνάμωνε όσο πλησίαζε. 

    Το κρασί ήταν όλο δικό της και έτσι το άφηνε να ρέει μέσα της άφθονο, μήπως και κατάφερνε να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες της. Και εκεί πάνω στο κρασοπότηρο είδε ξαφνικά όλη της τη ζωή...πως παιδί ήρθε σ' αυτόν τον τόπο, δεκάξι χρονών, για να παντρευτεί και να φροντίσει το σύζυγο, για τον οποίο οι γονείς της συμφώνησαν. Πως δε θυμάται πια τα πρόσωπά τους, που ξαλάφρωσαν για τα καλά όταν την πάντρεψαν. Πως δεν είχε πια την ευτυχία να κρατήσει στα χέρια της δικό της παιδί, αφού στέρησε τη ζωή εκείνου που θα μπορούσε να είναι πατέρας του. Και όλα, αναμνήσεις, μουσικές, βλέμματα, ψίθυροι, ο σκαλιστός σταυρός και το κρασί ήρθαν και την έπνιξαν. Έπρεπε να κάνει κάτι, να ξεσπάσει.
    Ξεχύθηκε τότε η Μαριώ μπροστά στους μουσικάντηδες, σήκωσε τα χέρια της ψηλά, έκλεισε τα μάτια της και χόρεψε με τη ψυχή της. Και τα χέρια έμειναν άδεια, μετέωρα, κανένα χέρι ούτε μαντήλι δεν πέρασε στα δάχτυλά της. Αντίθετα, έμεινε μόνη της εκεί να χορεύει, γιατί οι κακές γλώσσες φοβήθηκαν τον θάνατο.
    Τα στραβοκάνικα πόδια πέρασαν επιδέξια τότε ανάμεσα από τα τραπέζια και τα σοκαρισμένα μάτια που κοιτούσαν την εξέλιξη με τρόμο. Κάποια χέρια έκαναν αδέξιες κινήσεις για να προλάβουν το κακό. Μάταια. Εκείνος την άρπαξε από το χέρι, που πάγωσε για λίγο, και την ακολούθησε στο χορό. Και οι δυο μαζί αψήφισαν τη δεισιδαιμονία. Η μέθη τούς τύλιξε ένα γύρο και ένιωθαν ολοένα πιο ελεύθεροι. Ο  κοινοτάρχης είχε κοκκινίσει από τον θυμό του, ο δάσκαλος έκανα αέρα με ένα μαντήλι, μια μάνα έκλεινε τα μάτια του παιδιού της και ο παπάς έμεινε εκεί να σταυροκοπιέται. Εκείνη, για πρώτη φορά ευτυχισμένη μετά από καιρό, είχε ξεχάσει πια το θάνατο και όταν οι μουσικάντηδες χτύπησαν πια την τελευταία τους νότα, όλοι ήταν εκεί, όρθιοι και ζωντανοί.

     Το επόμενο πρωινό αμαύρωσε μια για πάντα την καρδιά της Μαριώς. Τα στραβοκάνικα πόδια δεν βάσταξαν, τα αστραφτερά μάτια έκλεισαν. Είχαν ελαττωματική καρδιά, μα είπαν πως ήταν δικό της το φταίξιμο.

H εικόνα είναι του  William Mortensen